Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ο Μακεδονικός Αγώνας στη περιοχή Δράμας.

Αναδημοσίευση απο: http://yaunatakabara.blogspot.gr/2013/10/blog-post_5.html


Ο Εθνομάρτυς Μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσιος.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Α.Π.Θ.ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΔΡΑΜΑΣ  ΤΗΝ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008

Ευχαριστώ θερμά, τους έχοντες την πρωτοβουλία της σημερινής εκδήλωσης.
Αυτά τα νέα παιδιά της Ανατολικής Μακεδονίας που συνεχίζουν με το δικό τους τρόπο τον «Μακεδονικό Αγώνα».
Διότι ο «Μακεδονικός Αγώνας» είχε ένα συμβατικό τέλος το 1908, γι’ αυτό και γιορτάζουμε σήμερα τα 100 χρόνια από το συμβατικό αυτό τέλος, αλλά γνωρίζουμε καλώς ότι υπό άλλες μορφές, συνεχίζεται ένας άλλος «Μακεδονικός Αγώνας».

Οφείλω επίσης να μεταφέρω τους θερμούς χαιρετισμούς της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του προέδρου της κ. Νικολάου Μέρτζου.
Αλλά πιο θερμός είναι ο χαιρετισμός του πρώην προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του καθηγητή και ακαδημαϊκού κ. Κων/νου Βαβούσκου που είναι γέννημα θρέμμα της μαρτυρικής πόλεως της Δράμας.
Ελέχθησαν ήδη από τους προλαλήσαντες αρκετά κατατοπιστικά πράγματα για την έναρξη του «Μακεδονικό Αγώνα» και την σύντομη ιστορία της Μακεδονίας.
Εδέχθην την προτροπή των οργανωτών της σημερινής εκδήλωσης, να θίξω ορισμένα από τα πάρα πολλά που αφορούν τον «Μακεδονικό Αγώνα» στην περιοχή της Δράμας.
Από εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης της Δράμας, λίγο πριν από την εκδήλωση, μου τέθηκε ένα απλό αλλά εύλογο ερώτημα:

Γιατί δεν είναι τόσο γνωστός ο «Μακεδονικός Αγώνας» και τα όσα εξελίχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία και κυρίως στη Δράμα;
Η απάντησή μου είναι ότι, οι περισσότεροι που έγραψαν για τον «Μακεδονικό Αγώνα» κατάγονταν από τη Δυτική Μακεδονία που ήταν ούτως ή άλλως το κέντρο του «Μακεδονικό Αγώνα».
Έτσι η Ανατολική Μακεδονία και ιδίως η επαρχία της Δράμας, των Σερρών και του Νευροκοπίου, θα έλεγε κανείς πως πέρασε στο περιθώριο. Αλλά όσοι ασχολούμαστε με αυτά τα θέματα δεν έχουμε ξεχάσει την Ανατολική Μακεδονία.
Προ δεκαετίας περίπου, το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, εξέδωσε τρεις τόμους οι οποίοι αναφέρονται στην αλληλογραφία
του ιεροεθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Καλαφάτη του Μητροπολίτου Σμύρνης από Δράμας.
Στον πρώτο τόμο υπάρχει η ογκώδης αλληλογραφία από την εδώ αρχιερατεία του, που καλύπτει την πλέον κρίσιμη περίοδο του «Μακεδονικού Αγώνα» στη Δράμα, την οκταετία 1902-1910, με μία απουσία του μακαριστού Χρυσοστόμου περίπου δέκα μηνών, όταν απομακρύνθηκε από τη Δράμα για λόγους που θα αναφέρω παρακάτω.
Όταν έφτασε στη Δράμα ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, σε νεαρή ηλικία, η πρώτη του φροντίδα ήταν να ενισχύσει την Ελληνική Κοινότητα, τα φιλεκπαιδευτικά σωματεία και τα ελληνικά σχολεία. Απέναντι από το Μητροπολιτικό Μέγαρο της Δράμας είναι το σχολείο το οποίο ίδρυσε ο ιεροεθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης.
Έτσι φρόντισε από το πρώτο καιρό της παρουσίας του στη Δράμα να επισκέπτεται το βόρειο τμήμα της,
τις Κοινότητες Κλεπούσνα (Αγριανή Σερρών)
την Σκρίτζοβα (Σκοπιά Σερρών),
την Προσοτσάνη,
τον Βώλακα,
την Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια) και άλλες που υφίσταντο τη βουλγαρική πίεση.
Άρχισα την ομιλία μου με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, διότι αυτός ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα της οργάνωσης του «Μακεδονικού Αγώνα» στην Ανατολική Μακεδονία και κυρίως στη μητροπολιτική περιφέρεια της Δράμας.
Και βεβαίως όχι μόνος, γιατί μόνος δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, αν δεν υπήρχαν οι ντόπιοι γηγενείς μακεδονομάχοι, πολλοί εκ των οποίων προβάλλονται στην οθόνη και πιστεύω σας είναι γνωστοί και οικείοι.
Τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Δράμας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ικανοποιητικά, τουλάχιστον στη δική του συνείδηση, ότι μπόρεσε να ελέγξει τον ζωτικό αυτό χώρο, σε μια εποχή που το Εθνικό Κέντρο των Αθηνών αδυνατούσε να βοηθήσει την απομακρυσμένη για τα δεδομένα της εποχής εκείνης Ανατολική Μακεδονία.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε αναθεωρήσει την πολιτική των ισορροπιών και εφάρμοζε ήδη από το 1902 μια επιθετική πολιτική στη Μακεδονία.
Μέχρι τότε, το Πατριαρχείο κρατούσε ορισμένες ισορροπίες καθ’ ότι ήταν Οικουμενικό, είχε μια άλλη ιδεολογία, μακριά από την εθνική ιδεολογία που είχε ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, αυτή που τελικά τον οδήγησε στο μαρτυρικό του θάνατο στη Σμύρνη.
Όταν αντιλήφθηκε τις δυσκολίες αλλά και το χαμένο έδαφος στη Μακεδονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε δυναμικούς κληρικούς, οι οποίοι ετέθησαν επικεφαλείς της αντίστασης, της αμύνης του Μακεδονικού Ελληνισμού απέναντι στη βουλγαρική λαίλαπα.
Τέτοιοι ιεράρχες ήταν π.χ.
ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα,
ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά,
ο Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπι ο οποίος ήταν σε αυτή τη δύσκολη εποχή συνεργάτης και συναγωνιστής του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, και άλλοι ιεράρχες.
Στη Δράμα, ο Χρυσόστομος εργαζόταν με συνέπεια και με απόλυτη επιτυχία μολονότι αβοήθητος από το Εθνικό Κέντρο, ακόμη και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οποίο ήταν σε διάσταση λόγω της εξισορροπητικής πολιτικής που κρατούσε το τελευταίο για τη Μακεδονία.
Έτρεχε ο Χρυσόστομος Καλαφάτης με τους αναπαλμούς της Μεγάλης Ιδέας. Είχε όμως στο πλευρό του το ντόπιο ελληνικό στοιχείο που περίμενε τον ικανό και οργανωτικό ηγέτη του και τον βρήκε στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου.
Βεβαίως σε όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του, είχε την συμπαράσταση του εθνικού ανδρός, του Ίωνος Δραγούμη, αλλά και άλλων πατριωτών που δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη.
Έφτανε μάλιστα στο σημείο ο Χρυσόστομος, να ασκεί δριμύτατη κριτική στο Φανάρι για την πολιτική των ισορροπιών, ζητώντας δραστήρια αντιμετώπιση των Βουλγάρων.
Ο Χρυσόστομος ήταν αντίθετος σε αυτή την πολιτική που ακολούθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1453, την εθναρχική, αλλά υποστήριζε την εθνική όπως και οι λοιποί ιεράρχες που εστάλησαν στη Μακεδονία την κρίσιμη δεκαετία του 1900-10.
Γι’ αυτό ήταν εκείνος που οργάνωσε όχι μόνο την εκπαίδευση στη Δράμα, αλλά κυρίως τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των Βουλγάρων και των Οθωμανών. Από τους τελευταίους αρχικά ο Χρυσόστομος ζήτησε συνεργασία για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού, δηλαδή της βουλγαρικής δραστηριότητας στη Μακεδονία.
Από την άλλη ας μη λησμονούμε, ότι ο Χρυσόστομος είχε να αντιμετωπίσει στη Δράμα, τους Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές που εφάρμοζαν τη συμφωνία Μυρστέγκ του 1903 και η στάση τους ήταν κάθε άλλο παρά φιλελληνική.
Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1906 ο Άγγλος αξιωματικός, υπεύθυνος για την τάξη στη Δράμα, με υπόμνημα προς την Κυβέρνησή του, κατηγορούσε τον Χρυσόστομο ως υπαίτιο των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Δράμα και στην περιοχή της.
Είναι αλήθεια ότι οι Άγγλοι αξιωματούχοι εδώ στη Δράμα, ήταν αρνητικοί απέναντι στο Χρυσόστομο και έπρατταν τα πάντα για την απομάκρυνσή του.
Είναι πλέον φανερό, ότι οι Ευρωπαίοι, οι δήθεν μεταρρυθμιστές και εγγυητές της ειρήνης στη Μακεδονία, ευνοούσαν τις βουλγαρικές επιδιώξεις.
Κατηγορούσαν τον Χρυσόστομο ότι σε συνεργασία με τους Έλληνες προξένους στην Καβάλα και στις Σέρρες οργάνωναν αντάρτικα σώματα.
Φυσικά ο Χρυσόστομος γνώριζε τις ενέργειες των Άγγλων που ήθελαν με κάθε τρόπο την απομάκρυνσή του από τη Δράμα.
Οι Άγγλοι με τη σειρά τους πίεζαν την Οθωμανική Κυβέρνηση να απαιτήσει από το Πατριαρχείο την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου.
Η αιτία βρέθηκε με την κατάσχεση της αλληλογραφίας του, που όπως έλεγαν Οθωμανοί, Βούλγαροι και Ευρωπαίοι, περιείχε πολλά εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία.
Ότι δηλαδή συνεννοούνταν με τους ντόπιους μακεδονομάχους για το οργανωτικό μέρος της αντιστάσεως έναντι των Βουλγάρων.
Έτσι τον Οκτώβριο του 1907, το Πατριαρχείο ανακάλεσε τον μεγάλο αυτόν ιεράρχη που μετέβη στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μερικούς μήνες πριν, του είχε απαγορευτεί από τους Οθωμανούς να περιοδεύει στα χωριά της επαρχίας του. Έτσι, ο δυστυχής Χρυσόστομος εγκατέλειψε τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1908 με τη γενική αμνηστία που παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς με την ευκαιρία του ψευδεπίγραφου συντάγματος των Νεότουρκων, που επαγγελόταν δημοκρατία, ασφάλεια, ειρήνη, αλληλεγγύη σε όλους τους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επωφελήθηκε της κατάστασης και επέστρεψε στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908. Ήλπιζε ότι το νέο σύνταγμα των Νεότουρκων θα άμβλυνε την κατάσταση στη Μακεδονία και τα πράγματα θα έπαιρναν ειρηνική τροπή.
Αλλά δεν ήταν έτσι.
Ο Υπουργός των Εσωτερικών των Νεότουρκων Χουσεΐν Χιλμή πασάς, που ήταν πρώην επιθεωρητής σε όλη τη Μακεδονία, παραχώρησε στους Βούλγαρους την άδεια να ιδρύσουν στη Δράμα δική τους Κοινότητα, εκκλησία και σχολεία.
Ο Χρυσόστομος εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει Τούρκους, Βούλγαρους και Άγγλους παρατηρητές που τον κατηγορούσαν ότι ήταν φανατικά προσηλωμένος στην ελληνική εθνική ιδέα, αρνούμενος όπως έλεγαν να συλλάβει το πνεύμα των καιρών, δηλαδή αυτών που επαγγελόταν η επανάσταση των Νεότουρκων.
Ο Χρυσόστομος όμως ήξερε ότι οι Οθωμανοί συνεργάζονταν ή έστω έδειχναν ανοχή στον αρχικομιτατζή Σαντάνσκυ που δρούσε στην περιοχή Δράμας-Σερρών, όπως και στον έτερο αρχικομιτατζή Πανίτσα (είναι αυτός που έκλεψε τα κειμήλια της Εικοσιφοίνησσας) που δρούσε στην περιοχή της Ζίχνης.
Ο Χρυσόστομος έβλεπε με ανησυχία την οθωμανική ανοχή και την υποστήριξη προς τους Βούλγαρους, που άνοιγαν σχολεία των οποίων η λειτουργία ήταν αναιμική και δεν λειτούργησαν πέραν του έτους, αλλά και τον αποκλεισμό Έλληνα υποψηφίου στη Δράμα στις οθωμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1908.
Η αντίδρασή του μάλιστα έφτασε μέχρι τον Πρόεδρο της οθωμανικής Βουλής, την Κυβέρνηση αλλά και τους φίλους του στις δυτικές εκκλησίες που με αλλεπάλληλα υπομνήματα προέβαλλε τα δίκαια του μακεδονικού ελληνισμού.
Η συνεχής δράση του Χρυσόστομου στη Δράμα, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορέψουν τις εξόδους του στα χωριά της Δράμας και οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων να αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, στον Χρυσόστομο.
Για μια ακόμη φορά Οθωμανοί και Βούλγαροι ζήτησαν την απομάκρυνσή του.
Τελικά το πέτυχαν και ο Χρυσόστομος έφυγε από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909 πριν συμπληρώσει χρόνο κατά τη δεύτερη θητεία του.
Ο Χρυσόστομος υπήρξε εθνικός ήρωας και το απέδειξε στη Δράμα.
Όπως είπε πριν και ο Δήμαρχος Δράμας (στον χαιρετισμό του) αναφερόμενος σε αυτό που έπραξε στη συνέχεια ο Χρυσόστομος, συνεπής με τον εαυτό του και στο θυσιαστικό του ρόλο, όταν μαρτύρησε στη Σμύρνη στις 27 προς 28 Αυγούστου του 1922 με το μαρτυρικό του θάνατο.
Εξακολουθώντας μέχρι την τελευταία του στιγμή να ακολουθεί την ίδια εθνική πολιτική, πιστεύοντας στην αδύνατη συνεννόηση με τους Οθωμανούς και στην επιμονή του να στηρίζεται στο Ελλαδικό Εθνικό Κέντρο, την Αθήνα, που πολλές φορές δυστυχώς τον πρόδωσε.
Την εποχή που έφτανε στη Δράμα ο Χρυσόστομος, ο χριστιανικός πληθυσμός της αποτελούνταν από τριάντα χιλιάδες με πενήντα Κοινότητες.
Προς το Πατριαρχείο σημείωνε, ότι το εμπόριο, η έγγειος περιουσία, οι τέχνες, οι επιστήμες, η βιομηχανία, ο πλούτος, ο πολιτισμός, βρίσκονταν σε χέρια ελληνικά και οι ελάχιστοι Βούλγαροι που ήταν στην περιοχή, ασχολούνταν με χειρονακτικές εργασίες, εργαζόμενοι στα κτήματα των μπέηδων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων. Έγραφε, ότι τα 3/4 της περιοχής της Δράμας κατοικούνταν από ελληνόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώ υπήρχαν ελάχιστοι ορθόδοξοι τουρκόφωνοι ή σλαβόφωνοι χριστιανοί.
Ήταν από τους καλούς γνώστες του «μακεδονικού» ζητήματος.
Και για να μην παρεξηγηθεί στο Πατριαρχείο από αδαείς ιεράρχες ή κοσμικούς, έλεγε ότι οι σλαβόφωνοι δικοί μας ούτε φυλετικά ούτε γλωσσικά έχουν σχέση με τους Βούλγαρους.
Τη σλαβοφωνία ο Χρυσόστομος την χαρακτήριζε ως ένα κράμα άμορφο και κατασκεύασμα της σλαβικής και της ελληνικής γλώσσας.
Έλεγε ότι οι δικοί μας σλαβόφωνοι και τουρκόφωνοι της Δράμας, αποτελούσαν με τους υπόλοιπους ελληνόφωνους κατοίκους ένα σύνολο συμπαγούς, ογκώδους μακεδονικού ελληνισμού, ορθόδοξου πληθυσμού.
Η πίστη και η θρησκεία, η παιδεία και η μόρφωση, οι παραδόσεις, οι οικογενειακές τους εστίες, τα κοινά αισθήματα, οι κοινοί πόθοι και επιθυμίες είναι όλα ελληνικά και ελληνοπρεπέστατα.
Και είναι αλήθεια ότι παρά τη βουλγαρική προπαγάνδα, την πίεση και τις απειλές επί των σλαβόφωνων, τίποτε δεν κατόρθωσαν.
Ούτε οι σφαγές, οι πυρπολήσεις σχολείων και εκκλησιών και ολόκληρων χωριών είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Επίσης έλεγε ότι, για να γίνει βουλγαρική η Μακεδονία, πρέπει να στραγγαλιστεί η ιστορία και η εθνογραφία.
Να εξολοθρευτούν τα 3/4 του πληθυσμού της,
να καταστραφούν όλα τα σχολεία,
όλες οι εκκλησίες και
όλες οι πόλεις που είναι ελληνικές,
να καούν όλα τα μνημεία, αρχαία, βυζαντινά, νεότερα και
να καταστραφούν και οι αρχαιότητες που είναι στα σπλάχνα της.

Τελειώνοντας έλεγε, η Μακεδονία μπορεί να μετατραπεί σε βουλγαρική, μόνο αν γίνει ένα απέραντο κοιμητήριο νεκρών και άγρια έρημος.
Είναι από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα του «Μακεδονικού Αγώνα» αυτή η επιστολή του Χρυσοστόμου, συνταχθείσα στη Δράμα προς το Πατριαρχείο.
Τον Οκτώβριο του 1902 ο Χρυσόστομος μετέβη στον Βώλακα που τότε αριθμούσε 187 οικογένειες και όπου η βουλγαρική πίεση είχε σημειώσει ορισμένες επιτυχίες.
Έμεινε τέσσερις ημέρες και κατόρθωσε να εμπεδώσει την πατριαρχική κυριαρχία.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1903 ο Χρυσόστομος έγραφε συγκλονισμένος για τον τραγικό θάνατο τεσσάρων Ελλήνων Προκρίτων του Ζιρνόβου (Κάτω Νευροκόπι), που τους κατακρεούργησαν τριάντα κομιτατζήδες εισερχόμενοι στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου που πανηγύριζε.
Επρόκειτο για τον πλούσιο και ευγενέστατο γαιοκτήμονα
Ζαφείριο Ζαφειρίου, τον επίτροπο της εκκλησίας
Νικόλαο Γέρμαν και τον υιό του
Γεώργιο Γέρμαν καθώς και τον δάσκαλο
Κωνσταντίνο Χριστίδη.
Στις 31 Ιουλίου 1905 έγραφε για τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην Καλλιθέα (Εγρί Δερέ).
Είχε τότε διακόσιες ελληνικές οικογένειες.
Οι Βούλγαροι το 1870, έκαψαν ζωντανό αφού πρώτα περιέλουσαν με πετρέλαιο, τον Κομβόκη Αθανάσιο.
Το διαδέχτηκαν στον πατριωτικό αγώνα, ως στύλοι της ορθοδοξίας, οι γιοι του Βασίλειος και Προκόπιος.
Τη νύχτα της 30ης Αυγούστου 1905 ογδόντα κομιτατζήδες εισέβαλαν στην οικία του Βασιλείου Κομβόκη σε ηλικία τότε 75 ετών, που κοιμόταν με τη σύζυγό του Αναστασία και τη νύφη του Ευαγγελία. Οι δύο άλλες νύφες του με τα εγγόνια του κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Κατόπιν, είχε σειρά η οικία του Προκοπίου Κομβόκη που ήταν στη μέση του χωριού και την κατέκαψαν σκοτώνοντας τον Απόστολο Σωτηρίου Γιαννάκη.
Στις 7 Ιουλίου 1906 ο Χρυσόστομος έγραφε για τη βομβιστική ενέργεια των Βουλγάρων στη Λέσχη της ελληνικής κοινότητας της Δράμας, όπου εφονεύθη ο λαμπρός πρόκριτος Γεώργιος Παπαδημητρίου και στα γεγονότα της ίδιας ημέρας, που έριχναν βόμβες στο πλήθος των προσκυνητών που γιόρταζαν στο Μοναστήρι της Αγίας Κυριακής στην Αλιστράτη.
Στην Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) την 17 Ιουλίου 1906 οι κομιτατζήδες έβαλαν βόμβες σε τρεις ελληνικές οικίες (η Γκόρνιτσα τότε είχε σαράντα οικογένειες) και κατακρεούργησαν τον λόγιο ιερέα Ιωάννη Παπαεμμανουήλ. Τις ίδιες μέρες μάλιστα σχεδιάστηκε απόπειρα και κατά της Μητροπόλεως αλλά η Βουλγάρα που ανέλαβε να τοποθετήσει τη βόμβα δεν είχε το θάρρος να τελειώσει αυτή την επιχείρηση.
Στη Γρατσιάνη (Αγιοχώρι) σκότωσαν το 1906 τον Μακεδονομάχο πατέρα Ιωάννη.
Τον Νοέμβριο του 1906 κατέκαψαν την οικία του προκρίτου Τρύφωνος Στογιάννη. Στις 12 Δεκεμβρίου 1906 έκαναν ολοκαύτωμα την Κλεπούσνα (Αγριανή Σερρών).
Έκαψαν τις οικίες του προκρίτου Βοζίκη, του ιερέα Ευαγγέλου, του προκρίτου Αγγέλου Μίνου, του δασκάλου Φιλιππίδη, του προκρίτου Αθανασίου Παπαφιλίππου.
Στις 20 Ιουνίου 1907 κατέσφαξαν έξω από την Κλεπούσνα τον 80χρονο Μακεδονομάχο Γεώργιο Λάζο.
Και άλλα πολλά ολοκαυτώματα και δολοφονίες συνέβησαν σε βάρος των Ελλήνων της Δράμας και της περιοχής, αλλά που δεν έχουμε χρόνο να αναφερθούμε αναλυτικά, όπως οι δολοφονίες των Αθανασίου Βαλαβάνη, Κωνσταντίνο Αγγέλου, Γεωργίου Τρότσκα, Δημητρίου Μάρτζου και άλλων πολλών που συνέβησαν σε
Πλεύνα (Πετρούσα),
Προσοτσάνη,
Βησοτσάνη (Ξηροπόταμο),
Σκρίτζοβα (Σκοπιά),
Κλεπούσνα (Αγριανή),
Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) και αλλού.
Κάτι που έχει μεγάλη σημασία είναι το γεγονός ότι εδώ δεν έδρασαν τα πολυπληθή αντάρτικα σώματα, όπως συνέβαινε στη λοιπή Μακεδονία που ήρθαν από την παλιά Ελλάδα.
Εδώ, οι ηγέτες των ανταρτικών σωμάτων που μαζί με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη οργάνωσαν τον μακεδονικό αγώνα, ήταν ο Καπετάν Ζέρβας ή Δούκας Γαϊτατζής και ο Καπετάν Τσάρας ή Κωνσταντίνος Νταής.
Το μακεδονικό σώμα του Καπετάν Δούκα.
Δεν ήταν μόνο ο Χρυσόστομος Καλαφάτης που συντόνιζε τον αγώνα στη Δράμα, αλλά είχε κοντά του ένα θερμό πατριώτη, παλικαράκι από μια άλλη μαρτυρική πόλη της Μ. Ασίας το Αϊδίνη,
τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.




https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgIX8mcrN7pCcIjjsdHC626H19aqawDnhsMK80vmIwl2ppvFDGPuExJi1dJnfVENYXIqW_76dO1XGKyTHVWiny16gef9oDrEujsCBSPwQiyfEcICr6FdQ9oG0jtZSOf6vTniraD51bqXNy7/s1600/xatzhstayrou.jpg
Δεν ήταν παρά ένας ηρωικός κληρικός.
Με ηρωισμό που τον έδειξε στη Σμύρνη, στις δύσκολες μέρες του 1922 αλλά και στην περαιτέρω εκκλησιαστική του σταδιοδρομία ως Μητροπολίτης Βεροίας για λίγο καιρό και έπειτα στη Μητρόπολη Φιλίππων Νεαπόλεως και Καβάλας, μέχρι που έγινε το 1962 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος με το όνομα Χρυσόστομος Χατζησταύρου.
Αυτός ήταν όπως φαίνεται από την κατασχεθείσα αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, ο έμπιστος άνθρωπός του, που συνέδεε τα ανταρτικά σώματα, δηλαδή τους εντοπίους μακεδονομάχους, με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον Ίωνα Δραγούμη και άλλους.
Αφανείς γηγενείς μακεδονομάχοι 1903 - 1913
Πριν από λίγες ημέρες η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο «Αφανείς Γηγενείς Μακεδονομάχοι» όπου νέοι ερευνητές καταγράφουν ένα πλήθος μακεδονομάχων για το νομό Δράμας.
Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω, επιλεκτικά γιατί είναι πολλοί, ορισμένα ονόματα μακεδονομάχων από χωριά της περιοχής και την πόλη της Δράμας.

Από τον Βώλακα:
ο Καραγεωργίου Γεώργιος (Μαυρουδής) και βέβαια
ο Άρμεν Κούπτσιος που συνελήφθη τυχαία από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στην κεντρική πλατεία της Δράμας την 14-9-1906.
Ο Προκόπιος Κούπτσιος που δολοφονήθηκε το 1916 από Βούλγαρους μετά από σκληρά βασανιστήρια και
ο Σίγγος Κων/νος.

Από το Δοξάτο,οι:
Καβαλάρης Γεώργιος,
Καραβαγγέλης Σπυρίδων,
Χαντζόπουλος Ιωάννης.

Από Δράμα οι:
Βάϊος Ιωάννης,
Γιώτας Παναγιώτης,
Δαυίδ Ευάγγελος,
ιεροδιάκονος Βησσαρίων Δημητριάδης,
Διάφας Νικόλαος,
Δοβέλλας Κωνσταντίνος,
Ζαχαρόπουλος Ιωάννης,
Ζουλούμης Ευστάθιος,
Θεοδωρίδης Ιωάννης,
Καραγιάννης Νικόλαος,
Λιβανού Ελένη,
Μεσσήνης Δημήτριος,
Ντουμπαρατζίδης Κων/νος,
Παλιάγκας Πολυχρόνης ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση στο Μπουνάρμπασι (Κεφαλάρι) όπου με δύο ακόμη οπλίτες εξουδετέρωσε δέκα Βούλγαρους.


Ακόμα οι:
Παπαγεωργίου Χρυσόστομος,
Παπαχατζής Σωτήριος,
Πετρίκης Νικόλαος,
Ρίζος Γεώργιος,
Ρίζος Κων/νος,
Σκορδάς Ιωάννης,
Φέσσας Μιχαήλ,
Χατζής Γεώργιος και ένας Τούρκος Δραμινός
ο Χαφούζ Αλή Ζεΐρ ο οποίος πολέμησε μαζί με τα ελληνικά τοπικά ανταρτικά σώματα.
Έφερνε πολεμικό υλικό και την αλληλογραφία.
Συνελήφθη, καταδικάστηκε, σε ισόβια αλλά αποφυλακίστηκε το 1919 μετά από παρέμβαση της ελληνικής Κυβέρνησης.

Από την Καλή Βρύση
ο κληρικός Οικονόμος Παπαϊωάννου.

Από την Καλλιθέα
όλη η οικογένεια Κομβόκη (Αναστασία, Ευαγγελία, Αθανάσιος, Βασίλειος, Κων/νος, Προκόπιος, Σωτήριος),
η οικογένεια Σαμαρά (Αθανάσιος και Κων/νος) και
οι Σέρπης Νικόλαος,
Τσαρούχας Νικόλαος,
Τσίρκας Θωμάς.

Από τον Ξηροπόταμο οι:
Ιωάννης Σεκλεμές,
Μανδρατζής Δημήτριος και
Σαμαράς Ιωάννης.

Από την Οξυά
ο Σαράφης Αλέξιος.

Από το Παγονέρι οι:
Βλάχος Αθανάσιος και
ο Πέντσας Δημήτριος.

Από το Περιθώρι οι:
Αβριώνης Ιωάννης,
Γεωργιάδης Δημήτριος,
Ζιώγας, Ιωάννου Ηλίας και
Νάκου Νικόλαος.

Από την Πετρούσα οι:
Άγγελος και Πέτρος Βαλαβάνης,
Βόλακλης Δημήτριος,
Γενίκης Άγγελος,
Καλαϊτζής Μιλτιάδης,
Κότιος Θεόδωρος,
Μαρινίδης Γεώργιος,
Τερνεκτσής Αθανάσιος.

Από την Προσοτσάνη οι:
Αγωγιάτης Απόστολος,
Βεργίδης Πασχάλης,
Βογιατζής Χρήστος,
κληρικός Βογιατζής Νάκας Δημήτριος,
οικογένεια Βουλτσιάδη (Λεωνίδας κ.α.),
Βλαχτάσης Θεόδωρος.

Από τη Χωριστή
ο Δώδου Γεώργιος.

Βεβαίως διαπιστώνω ότι είναι ατελές το βιβλίο, γιατί δεν περιλαμβάνει πολλά από τα ονόματα μακεδονομάχων, όπως αυτών του Νευροκοπίου, αλλά αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια που πρέπει να εμπλουτιστεί στην επόμενη έκδοσή του.
Προ 25ετίας έγραψα για το Νευροκόπι διότι το 1913 όταν εισήλθαν, κατ’ εφαρμογή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, στο Άνω Νευροκόπι οι Βούλγαροι,
ένας παππούλης δεν πήρε τίποτε άλλο χρήσιμο αλλά φόρτωσε στα μουλάρια τους ογκωδέστατους κώδικες που αναφέρονταν στην Κοινότητα και στη Μητρόπολη Νευροκοπίου.
Ένα τεράστιο υλικό που ταξίδεψε μέχρι τον Πειραιά, την Αθήνα και γύρω στα 1955 ήρθε στη Θεσσαλονίκη, όπου παραδόθηκε και φυλάσσεται στο Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου.
Εκεί, αναφέρεται πλήθος ονομάτων γηγενών μακεδονομάχων την περίοδο που ήταν Μητροπολίτης Νευροκοπίου ο Θεοδώρητος Βασματζίδης από τις Σέρρες.
Επίσης, στη Δράμα από τα αξιόλογα στελέχη του «Μακεδονικού Αγώνα» ήταν ο Ιωάννης Βάιος, που διετέλεσε δάσκαλος μουσικής στον εθνικό σύλλογο «Ορφέας» των Σερρών.
Ο Ευάγγελος Δαυίδ, που κουβαλούσε τη μυστική αλληλογραφία και πολεμικό υλικό και ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια.
Ο Ιωάννης Ζαχαρόπουλος που δεν έδρασε μόνο στη Δράμα αλλά και στη Δυτική Μακεδονία (στο Σώμα του Κ. Ρίζου στα Γρεβενά).
Ο Μιχαήλ Φέσσας που ήταν από τα έμπιστα πρόσωπα στη Δράμα του Χρυσόστομου Καλαφάτη.
Ο Σέρπης Νικόλαος από την Καλλιθέα, που διετέλεσε γραμματέας στο Σώμα του Γιαγκλή στη Νιγρίτα Σερρών.
Πρέπει να μνημονεύουμε πάντα αυτούς στους οποίους οφείλουμε τόσα.
Ο «Μακεδονικός Αγώνας» και ιδίως στη Δράμα, είναι άγνωστος εν πολλοίς.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο γενναία ήταν η άμυνα αυτών των εντοπίων μακεδονομάχων, που αβοήθητοι από το Ελληνικό Κέντρο, με όποια μόνο βοήθεια μπορούσε να πράξει το Φανάρι, μπόρεσαν και κράτησαν αυτό τον τόπο όρθιο για να μπορούμε σήμερα να τους μνημονεύουμε και να αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης.
Όπως και αυτούς που ήρθαν από άλλα μέρη, για παράδειγμα ο Καπετάν Τσάρας ή Κωνσταντίνος Νταής από την Καρδίτσα και έδρασε εδώ με τους εντοπίους.
Το μακεδονικό σώμα του Καπετάν Τσάρα.
Είχε την απόλυτη συνεργασία και βοήθεια από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον νεαρό αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.
Ερχόμενος στη Δράμα, για να μην κινήσει τις υποψίες των Τούρκων, διορίστηκε διευθυντής στο σχολείο της Προσοτσάνης με το ψευδώνυμο Ευστράτιος Σπιναρίδης.
Μάλιστα, συνεργαζόταν με τους κατ’ επάγγελμα δασκάλους στην Προσοτσάνη, Αστεριάδη Νικόλαο, Βουλτσιάδη Βασίλειο και άλλους.
Έδρασε για δύο ολόκληρα έτη, συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Μυτιλήνη, δραπέτευσε όμως και επέστρεψε στη Δράμα όπου συγκρότησε 15μελές αντάρτικο Σώμα.
Είχε μάλιστα ως έδρα την ιστορική Ιερά Μονή της Εικοσιφοίνησσας στο Παγγαίο.
Ο Μακεδονομάχος Γεώργιος Καραμανλής
με τον Εθνάρχη.
Ο όρκος πίστεως που έδωσαν όλα τα παλικάρια του Καπετάν Τσάρα, ήταν στην Πρώτη Σερρών, στην οικία του προέδρου της τοπικής επιτροπής, Γεωργίου Καραμανλή, πατέρα του εθνάρχη, Προέδρου της Δημοκρατίας, Κων/νου Καραμανλή.
Από τα 15μελή ομάδα του Καπετάν Τσάρα, μνημονεύουμε τον Βογιατζή Χρήστο από την Προσοτσάνη, τον Δημήτριο Κομήτη ή Κυριακού από το Δοξάτο, τον Καραγεωργίου Γεώργιο Μαυρουδή από τον Βώλακα, τον Παλιάγκα Πολυχρόνη από την Χωριστή.
Πολλά στοιχεία μπορεί να βρει κανείς στη μελέτη που έκανε πριν 30 χρόνια περίπου η Αγγελική Κιουρτσή Μιχαλοπούλου, φιλόλογος από την Καβάλα, η οποία κατέγραψε στην έρευνα της τους επιζώντες μακεδονομάχους στην περιοχή της Δράμας και της Καβάλας.
Αυτοί, είτε ήταν στις επιτροπές αγώνα, είτε οδηγοί, είτε εκτελεστικά όργανα, καταγόμενοι από Χωριστοί, Δοξάτο, Αδριανή, Προσοτσάνη, Βώλακα κτλ.
Μάλιστα, για να τιμήσουν τον Καπετάν Νταή οι Κοινότητες Δοξάτου και Γεωργιανής Παγγαίου τον ανακήρυξαν επίτιμο Πρόεδρο της Κοινότητας και έδωσαν το όνομά του σε μια κεντρική οδό των κωμοπόλεών τους.
Από τις επιστολές του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, που εξιστορούσε τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στη Δράμα και την περιοχή της εκείνη την περίοδο, αντιλαμβάνεται κανείς τον αυτοθυσιαστικό αγώνα των γηγενών κατοίκων των περιοχών αυτών.
Οι παλαιοελλαδίτες πατριώτες που ερχόντουσαν, πολεμούσαν για λίγο και μετά έφευγαν είτε διότι τραυματίζονταν είτε για να λάβουν νέες οδηγίες από την Αθήνα.
Τον αγώνα όμως συνέχιζαν οι γηγενείς, οι άγνωστοι, αφανείς μακεδονομάχοι, που υπέμειναν τις κακουχίες στα βουνά, στις λίμνες, τα ποτάμια, στον κάμπο, έχοντας απόλυτη εμμονή στα πάτρια, έστω και μόνοι και ήσαν υπερήφανοι για τον αγώνα τους.
Αυτοί ήσαν που άναβαν στο εικονοστάσι του γένους, το κερί της θυσίας και της ελευθερίας.
Σας ευχαριστώ.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ελληνική Μακεδονική Γη: Κορμίστα Σερρών και η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας.

Αναδημοσίευση από:  http://yaunatakabara.blogspot.gr




Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΜΙΣΤΑΣ 
 Η Κορμίστα βρίσκεται στις βορειοδυτικές υπώρειες του Παγγαίου όρους σε υψόμετρο 299 μ. και διοικητικά υπάγεται στην Επαρχία Φυλλίδας (πρωτεύουσα η Νέα Ζίχνη) του Νομού Σερρών. Πρόκειται για παλιό οικισμό, στα όρια των Νομών Σερρών - Δράμας και Καβάλας (απέχει 65 χλμ. από τις Σέρρες, 24 χλμ. από τη Δράμα και 40 χλμ. από την Καβάλα),
κάτω ακριβώς από το Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, 
που υπάγεται διοικητικά στην Κοινότητα της (ήδη Δήμο Κορμίστας).
Ως οικισμός προϋπήρξε της καθόδου των Σλάβων, 

αν και σε θέση διαφορετική από τη σημερινή (
βορειότερα - βλ. σχετ. «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΑΝ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» Έκδοση Υπηρεσίας 
Οικισμών του Υπουργείου Δημοσίων -1977 σελ. 42.)Υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι του οικισμού αυτού βοήθησαν
 τον Όσιο Γερμανό, ο οποίος περί τα μέσα του 9ου αιώνα έκτισε τη Μονή της Εικοσιφοίνισσας στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου σε υψόμετρο 780 μέτρων, ανάμεσα σε τρεις, κατάφυτες με καστανιές και καρυδιές, κορυφές και στην έξοδο ενός μακρόστενου και ανηφορικού φαραγγιού που ανοίγεται προς τα βορειοανατολικά και βλέπει την πεδιάδα και την πόλη της Δράμας.
Στους βυζαντινούς χρόνους, η «Φυλλίς» ανήκε διοικητικά στο θέμα του Στρυμόνα.
Σε έγγραφα του Αγίου Όρους γίνεται μνεία οικισμών του συγκεκριμένου θέματος και για πρώτη φορά συναντούμε ονόματα που διασώζονται μέχρι σήμερα.

 Ένας από τους οικισμούς αυτούς είναι της «Κορεμίστας», που αναφέρεται μαζί με τους οικισμούς «Ασταβήκιον» (Δραβήσκος), «Θόλον» (Θολός), «Σφολενός» (Σφελινός), «Ροδολίβος», «Σιέμαλτον» (Μ. Σούλι), «Προβίστα» (Παλαιοκώμη) και έτσι δεν καταλείπεται αμφιβολία για το ότι πρόκειται για τη σημερινή Κορμίστα.
 Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι.-1453) η ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου, όπως άλλωστε όλες οι βυζαντινές επαρχίες, αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους (Φράγκοι: 1204-1224 μ.Χ., Βούλγαροι: 1230-1246 μ.Χ., Σέρβοι: 1344-1371 μ.Χ.).
Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 μ.Χ. από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383 μ.Χ. 
 Οι πρόσκαιρες αυτές κατακτήσεις του Παγγαίου από Βουλγάρους και Σέρβους 
δεν συνοδεύτηκαν από αποικισμούς σλαβικών πληθυσμών,
 όπως αποδεικνύεται από την παντελή έλλειψη σλαβικών λέξεων 
(ακόμη και τοπωνυμιών, που όσα είναι ξενικής προέλευσης είναι τουρκικής
στη γλώσσα των χωριών του Νότιου και Βόρειου Παγγαίου, 
η οποία είναι καθαρά ελληνική, 
χρησιμοποιεί δε ακόμη και σήμερα λέξεις 
της αρχαίας ελληνικής
 με την ίδια νοηματική σημασία. 

Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς, αρχίζει η καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων, που συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά χωριά, των οποίων αντίθετα, αυξάνεται ο χριστιανικός πληθυσμός.

Στην Κορμίστα, που μαζί με τη Νικήσιανη και το Παλαιοχώρι (τότε αποκαλούμενο και Βρανόκαστρο) ανήκε πάντοτε στη δικαιοδοσία της Μονής Εικοσιφοίνισσας, και που στις πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις καθώς και στα έγγραφα των πατέρων της Εικοσιφοίνισσας αναφέρεται ως «Κορομίστα» ή «Χωρομίστα» ή «Χρεμίστα» ή «Κρομμίστα»
(Εγραφα Πατριαρχών Ιερεμία του Α'/Δεκέμβριος του 1543 - Μητροφάνη του Γ'/Μάρτιος 1567 - Καλλινίκου Β' του Ακαρνάνα/Ιούλιος 1700 - Γρηγορίου ΣΤ'/Αύγουστος 1837 - βλ. σχετ ΓΛΑΒΙΝΑ ΑΠΟΣΤ. «Το Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας Ιστορία - Έγγραφα -Βιβλιογραφία) - Έκδοση Α.Π.Θ./1994. σελ. 34-35, 37 και 62-66), εγκαταστάθηκε μόνιμα σημαντικός μουσουλμανικός πληθυσμός (περίπου 50 οικογένειες).
Εξ αιτίας της εγκατάστασης αυτής οι Έλληνες του χωριού αποτραβήχτηκαν προς το βουνό και έκτισαν τα σπίτια τους στο «Ραγιά», συνοικία που πήρε το όνομα της από το γεγονός ότι την κατοικούσαν αποκλειστικά «ραγιάδες», δηλαδή υπόδουλοι χριστιανοί.
Στις 23 Αυγούστου 1507 οι Τούρκοι της Κορμίστας και των άλλων χωριών του βόρειου Παγγαίου, ενωμένοι με «μπασιμπουζούκους», που ήρθαν επί τούτου από τη Δράμα, επέδραμαν στην Εικοσιφοίνισσα και έσφαξαν τους 172 συνολικά μοναχούς της Μονής, γιατί απέτρεπαν τον εξισλαμισμό των ραγιάδων.
Κατά την επανάσταση του 1821, όταν ο Σερραίος βαθύπλουτος έμπορος, τραπεζίτης και συνάμα μεγάλος πατριώτης, Εμμανουήλ Παπάς, αποφάσισε να συνδράμει το αγωνιζόμενο Γένος ξεσηκώνοντας τη Μακεδονία, έστειλε από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε καταφύγει καταδιωκόμενος από τον άπληστο οφειλέτη του, Γιουσούφ πασσά των Σερρών (Σερεσλή), πράκτορες του να στρατολογήσουν και να οδηγήσουν στην Χαλκιδική παλικάρια από τα πέντε Νταρνακοχώρια των Σερρών και από τα χωριά του βορειοδυτικού Παγγαίου.
 Η συγκέντρωση των αγωνιστών έγινε στην Εικοσιφοίνισσα, απ' όπου μετέβησαν στο «Τσάγεζι» του Στρυμόνα και από εκεί με πλοία πέρασαν στο Άγιο Όρος. 

Μετά την καταστολή της επανάστασης της Χαλκιδικής, όσα από τα παλικάρια του σώθηκαν διέφυγαν στη νότια Ελλάδα και συνέχισαν τον αγώνα.
Ως πρώτος νεκρός της 2ης πολιορκίας του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή (1824) αναφέρεται κάποιος πυροβολητής Κώστας από τις Σέρρες.
 Προφανώς ήταν ένα από τους Σερραίους του Παπά που ξεκίνησαν από την Εικοσιφοίνισσα.
 Μετά την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική και τα τρομακτικά αντίποινα του αιμοχαρούς διοικητή της Θεσσαλονίκης Αμπού - Λουμπούτ που ακολούθησαν, πολλοί κάτοικοι της Ανατολικής Χαλκιδικής αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στο Παγγαίο για να σωθούν, οπότε πολλοί κάτοικοι των φημισμένων Μαντεμοχωρίων εγκαταστάθηκαν στα χωριά του βόρειου Παγγαίου.
Από αυτούς κατάγονται οι «Μαδεμλήδες» της Κορμίστας, της Αλιστράτης και των άλλων γειτονικών χωριών.
 Γενικά όλη η περιοχή του Παγγαίου (και της Νιγρίτας) είχε στενές επαφές με τη Χαλκιδική, που σήμερα γίνονται αμέσως αντιληπτές από την καθ' όλα όμοια διάλεκτο, αλλά και τη μουσική και λαογραφική παράδοση.
Την περίοδο αυτή η Κορμίστα, που είναι χωρισμένη στο τουρκικό μαχαλά «κονάκι» και στους δυο ελληνικούς μαχαλάδες «ραγιάς» και «μετόχι», χτίζει την εκκλησία της στο «μετόχι».
 Τα εγκαίνια του ναού, που αφιερώθηκε στον Προφήτη Ηλία και στην ανέγερση του οποίου αποφασιστική υπήρξε η οικονομική συνδρομή της Μονής Εικοσιφοίνισσας, έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 1835, όπως μαρτυρά η πλάκα από πωρόλιθο, που εντοιχίστηκε στην κορυφή της αψίδας της δυτικής θύρας του ναού (Το κείμενο της επιγραφής, που αποτυπώθηκε σε συνεχόμενη γραφή με κεφαλαία βυζαντινά ψηφία, έχει ως εξής:
 «ΕΤΟΣ 1835 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 15 - ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΟΜΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ ΜΕΤΑ ΚΟΠΟΥ ΔΕ ΑΥΤΩ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΤΩ ΧΩΡΙΩ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΟΣ ΕΚΤΙΣΘΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΥΤΗ ΚΑΙ ΟΥΤΩΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑ ΗΧθΗ ΤΕ ΕΙΣ ΦΩΣ ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ (σβησμένη μια λέξη) ΣΙΩΝ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΟΝΟΜΑ Δ' ΑΥΤΗΣ ΕΤΕΘΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΒΙΤΟΥ ΕΠΙΣΤΑΤΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΗΜΙΝ ΕΡΑΣΜΙΟΥ»)

Μαρτυρείται και η ύπαρξη ενός παρεκκλησίου, αφιερωμένου στον Άγιο Αθανάσιο, που σήμερα δεν σώζεται.
Στο κέντρο του χωριού υπήρχε το «κονάκι», δηλαδή η έδρα του τοπικού αγά, με διοικητική δικαιοδοσία στο τρίγωνο που σχημάτιζαν τα σημεία, θέση «μεσές» (σημερινή στροφή της Ε.Ο. Δράμας - Θεσσαλονίκης προς Βιτάστα), θέση «τασλίκι» (κοντά στη Συμβολή) και θέση «πόρτες» μεταξύ Κορμίστας και Νικήσιανης.
 Έτσι, ο αγάς είχε στη δικαιοδοσία του τους οικισμούς της Κορμίστας, της Τσερέπλιανης (Ηλιοκώμης) και της Μπάνιτσας (Συμβολής), αφού τότε δεν υπήρχε ο σημερινός οικισμός της Νέας Μπάφρας, που κτίσθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Το «κονάκι» ήταν περιτοιχισμένο με πέτρινο τείχος ύψους 2,5 μέτρων περίπου και η είσοδος του έκλεινε κάθε βράδυ με μια μεγάλη δίφυλλη ξύλινη «πορτάρα».
Μέσα στο περιτείχισμα βρισκόταν η κατοικία του αγά, τα υποστατικά του και ένα τζαμί. Εδώ, και στον υπόλοιπο τουρκικό μαχαλά κατοικούσαν περί τις 80 οικογένειες Τούρκων, ενώ άλλες 25 οικογένειες Τούρκων κατοικούσαν στη διπλανή Τσερέπλιανη, όπου υπήρχε και «σεράϊ» του αγά.
Τους Τούρκους της Κορμίστας και της Τσερέπλιανης οι Έλληνες τους αποκαλούσαν «Κονιάρους» γιατί καταγόταν από το Ικόνιο της Ανατολίας.
 Βορειοανατολικά του οικισμού της Κορμίστας εκτείνονταν τα τενάγη των Φιλίππων, που σχημάτιζαν λίμνη, η νότια όχθη της οποίας έφτανε μέχρι τα σημερινά καπνοχώραφα του χωριού.
Η λίμνη αυτή, που αποξηράνθηκε στη δεκαετία του 1930, ήταν πηγή ασθενειών για τους κατοίκους των γύρω χωριών. Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι του αρχικού οικισμού της Κορμίστας που ήταν κτισμένος πλησιέστερα προς τις όχθες της λίμνης (στην τοποθεσία «Τσιλίντερε»), αναγκάστηκαν να τραβηχτούν νοτιότερα προς το Παγγαίο και να κτίσουν το χωριό στη σημερινή του θέση, όπου λόγω του υψομέτρου τα κουνούπια δεν ευδοκιμούσαν.
 Η ίδια λίμνη όμως ήταν και πηγή πλούτου για τους κατοίκους των γύρω χωριών, που διέθεταν βάρκες χωρίς καρίνα και ψάρευαν γουλιανούς και γριβάδια.

 Το πέρασμα από τη λίμνη στο Παγγαίο γινόταν από τις «πόρτες», τοποθεσία που φέρει και σήμερα την ίδια ονομασία και βρίσκεται μεταξύ Κορμίστας και Νικήσιανης.
Εκεί υπήρχε τουρκικό φυλάκιο («καρακόλι»), που φρουρούσε το πέρασμα και υπαγόταν στον αγά της Κορμίστας. Επίσης υπήρχε χάνι για τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών.
 Κατά τη δεκαετία 1890-1900 μαρτυρείται και η ύπαρξη μικρού παντοπωλείου για την εξυπηρέτηση των διαβατών (ΓΟΥΣΙΟΥ Δ. ΑΣΤ, «Η κατά το Παγγαίον χώρα» Λειψία 1894 ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ «ΚΑΠΑΝΙ» Θεσσαλονίκη 1999 σελ, 16).
 Το αντίστοιχο πέρασμα για τη Δράμα γινόταν από δυο πέτρινες γέφυρες στην τοποθεσία «Κούροβο» (η μία με τέσσερις αψίδες), ενώ ο δρόμος προς την Τσερέπλιανη περνούσε από το λάκκο της γαλαρίας, που ήταν γεφυρωμένος με πέτρινη τοξωτή γέφυρα, δίπλα στην παλιά στοά («γαλαρία») Νο «13» του λιγνιτωρυχείου.
Οι κάτοικοι της Κορμίστας στην πλειοψηφία τους ήταν γεωργοί και ασχολούνταν με την καλλιέργεια δημητριακών, αφού δεν είχε εισαχθεί ακόμα η καπνοκαλλιέργεια.
 Υπήρχαν όμως και αρκετοί «κεχαγιάδες», δηλαδή κτηνοτρόφοι με μεγάλα κοπάδια κατσικιών. Μικρός αριθμός, τέλος, ασχολούνταν με την αλιεία στη λίμνη.
Ο θεσμός της αυτοδιοίκησης λειτουργούσε κανονικά και οι προεστοί του χωριού («πρωτόγεροι») μεριμνούσαν για το χωρισμό και απόδοση της δεκάτης στον κατακτητή, για την επίλυση των διαφορών των κατοίκων, για τη διατροφή των ορφανών, αλλά και για τη μόρφωση των παιδιών, αφού από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα είχε κτιστεί, με εισφορές των κατοίκων, μεγαλοπρεπές σχολικό κτίριο (πρόκειται για το «παλιό σχολειό», που δεν σώζεται σήμερα, όπου φοίτησαν μέχρι και οι γεννηθέντες το έτος 1954 στην Α' Τάξη), στο οποίο δίδασκε αποκλειστικά «ελληνικά γράμματα» κοινοτικός δάσκαλος, που προσλάμβανε και πλήρωνε η Κοινότητα.
 Μια επαναστατική οικονομική αλλαγή συνέβη την περίοδο μετά το 1840, όταν με σουλτανικό φιρμάνι εισήχθη στην περιοχή η καπνοκαλλιέργεια, στην αρχή μεμονωμένα και στη συνέχεια μαζικά (μετά το 1850), η οποία έφθασε στο απόγειο της στα τέλη του 19ου αιώνα.
 Τα αρωματικά καπνά του Παγγαίου («μπασμάδες»), αφού υφίσταντο μια πρώτη επεξεργασία στα τοπικά καπνομάγαζα (ένα τέτοιο σώζεται και σήμερα στην Ηλιοκώμη), φορτωνόταν σε άμαξες και μεταφερόταν στο λιμάνι της Καβάλας, απ' όπου κατέκλυζαν τις αγορές της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας και της Αμερικής.
Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης -Κωνσταντινούπολης, που περνούσε από τη Δράμα, την Αγγίστα και τις Σέρρες και ενωνόταν με τη γραμμή Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, έδωσε νέα ώθηση στην καπνοκαλλιέργεια, αφού η εξαγωγή του προϊόντος στην Ευρώπη έγινε πιο εύκολη.
Λόγω της μεγάλης συμβολής της περιοχής στην αύξηση του συναλλαγματικού αποθέματος του Οθωμανικού θησαυροφυλακίου, χαλάρωσαν τα καταπιεστικά μέτρα των Τούρκων και οι υπόδουλοι Έλληνες, έχοντας πλέον και οικονομική άνεση, άρχισαν να δημιουργούν πολιτιστικούς συλλόγους που ήταν συγκεκαλυμμένες εστίες αλυτρωτικής προπαγάνδας, να κτίζουν μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια και εκκλησίες, να διοργανώνουν συσσίτια απόρων στις Κοινότητες και να νιώθουν πιο ελεύθεροι.
Τότε κτίστηκαν και τα περίφημα αρχοντικά των χωριών του Παγγαίου, μερικά από τα οποία σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Γενικά η νεότερη ιστορία του τόπου και ιδιαίτερα του ελληνισμού της περιοχής του Παγγαίου (όπως άλλωστε και ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας - Δυτικής Θράκης) συνδέεται άρρηκτα με τον καπνό.
Την ίδια περίπου εποχή (1870) στην Κορμίστα εγκαταστάθηκε και ασκούσε το επάγγελμα του ο γιατρός (μάλλον πρακτικός) Μιλτιάδης Ιατρίδης, ο γιος του οποίου, Ιωάννης (γενν: 1877 στην Κορμίστα), εξελίχθηκε σε αυτοδίδακτο καλλιτέχνη φωτογράφο.
 Δικό του έργο είναι η σωζόμενη μεγάλη φωτογραφία (περίπου 1 μέτρο ύψος) του, τότε (1902 - 1910), δεσπότη Δράμας Χρυσοστόμου Καλαφάτη, από τη Τρίγλια της Βιθυνίας, μετέπειτα Μητροπολίτη Σμύρνης και Εθνομάρτυρα.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το πρώτο studio του Ιατρίδη βρισκόταν στην Κορμίστα, απ' όπου εξορμούσε για τα γύρω χωριά με τη μηχανή του φορτωμένη σε ζώο, για να φωτογραφίσει γάμους, βαφτίσια, γλέντια, αλλά και Μακεδονομάχους. 

Ακολούθησε τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού κατά τον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο (1913) και σώζονται φωτογραφίες του που «τράβηξε» από τα πεδία των μαχών.
 Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους εγκαταστάθηκε στην Καβάλα και απέκτησε σιγά -σιγά μεγάλο και ονομαστό φωτογραφείο στην οδό Ομονοίας, που διατηρήθηκε ως τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα (1890-1900) ο πληθυσμός της Κορμίστας, που στα κείμενα της εποχής αναφέρεται και ως «Κρομμύστα», ανερχόταν σε 858 Έλληνες και σε 300 Τούρκους.
Οι Τούρκοι κατοικούσαν, ως επί το πλείστον, στο περιτειχισμένο «κονάκι» και στην γύρω απ' αυτό περιοχή και διέθεταν δυο (2) τζαμιά, ένα μέσα στο περιτειχισμένο «κονάκι» και ένα στο «τσαρσί» (αγορά).
Οι 'Ελληνες κατοικούσαν στους δυο μεγάλους μαχαλάδες «ραγιάς» και «μετόχι», που τους χώριζε ο «λάκκος» από τον τουρκομαχαλά. Ωστόσο και στους δυο αυτούς μαχαλάδες υπήρχαν διάσπαρτες τουρκικές οικίες.
Οι Έλληνες της Κορμίστας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν γηγενείς, υπήρχαν όμως μερικές οικογένειες Ηπειρωτών, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούσαν «Αρβανίτες», που ενσωματώθηκαν στο γηγενή πληθυσμό.
Οι Έλληνες διατηρούσαν σε πλήρη λειτουργία το σχολείο τους, όπου φοιτούσαν 60 άρρενες μαθητές και στο οποίο δίδασκε ο κοινοτικός δάσκαλος Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, από την Πρώτη.
Ιερέας του χωριού ήταν ο παπα-Θόδωρος, ενώ τα επώνυμα των περισσοτέρων κατοίκων φαίνεται δεν είχαν διαμορφωθεί, αφού χρησιμοποιούσαν τα πατρώνυμα τους ως επώνυμα, όπως: Γεώργιος Νικολάου, Γεώργιος Θεοχάρη, Αθανάσιος Πλουμή, Μιχαήλ Γιαννούδη, Κων/νος Βασιλείου, Αλκιβιάδης Πασχάλη, Δημήτριος Ηλία, Χρυσόστομος Πέτρου, Βασίλειος Πρόκλου. Μαρτυρούνται όμως και επώνυμα, όπως Αναγνώστης Παπαδόπουλος (ΓΟΥΣΙΟΥ Δ. ΑΣΤ. «Η κατά το Παγγαίον χώρα» ό.π. σελ. 15, 16 και 111. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: «Τα τραγούδια της πατρίδος μου» Αθήνα 1901 - ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ «ΚΑΠΑΝΙ» Θεσσαλονίκη 1999 σελ. 118).
Την ίδια εποχή η γειτονική Ηλιοκώμη ονομάζεται «Τσερέπλιανη», κατοικείται από 200 Έλληνες και 180 Τούρκους και στο σχολείο της φοιτούν 17 μαθητές,
 η Πρώτη ονομάζεται «Κιούπ - κιοϊ» (Πιθαροχώρι), κατοικείται από 1.800 Έλληνες και 115 Τούρκους και στο σχολείο της φοιτούν 120 μαθητές και 75 μαθήτριες, 
το Ροδολείβος έχει το ίδιο όνομα, κατοικείται από 3.000 Έλληνες και 400 Τούρκους και στο σχολείο του φοιτούν 180 μαθητές και 120 μαθήτριες,
 τα Λακκοβίκια έχουν το ίδιο όνομα, κατοικούνται αποκλειστικά από 2.028 Έλληνες (1.012 άνδρες και 1.016 γυναίκες) και στο σχολείο τους φοιτούν 165 μαθητές και 90 μαθήτριες, 
 το Μικρό Σούλι ονομάζεται «Σέμαλτον», κατοικείται αποκλειστικά από 1.500 Έλληνες και στο σχολείο του φοιτούν 70 μαθητές και 45 μαθήτριες, 
η Παλαιοκώμη ονομάζεται «Προβίστα», κατοικείται από 750 Έλληνες και 250 Τούρκους και στο σχολείο της φοιτούν 45 μαθητές και 38 μαθήτριες,
η Νικήσιανη έχει το ίδιο όνομα, κατοικείται αποκλειστικά από 1.425 Έλληνες και στο σχολείο της φοιτούν 80 μαθητές και 60 μαθήτριες, 

η γειτονική της Γεωργιανή ονομάζεται «Κόριανη» και κατοικείται αποκλειστικά από 800 Τούρκους,  
το Παλαιοχώρι έχει το ίδιο όνομα, κατοικείται από 360 Έλληνες και 750 Τούρκους και στο σχολείο του φοιτούν 35 μαθητές,
η Ελευθερούπολη ονομάζεται «Πράβι» είναι έδρα υποδιοικήσεως («Καζά») με επί κεφαλής «Καϊμακάμη» υπαγόμενο στον «Μουτεσαρίφη» Δράμας, αλλά και Μητροπόλεως (με τον τίτλο Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως), έχει 3.200 κατοίκους Έλληνες, Μωαμεθανούς και Αθίγγανους, εκ των οποίων οι Έλληνες διατηρούν αστική σχολή και παρθεναγωγείο με 90 μαθητές και 70 μαθήτριες, ενώ στην Εικοσιφοίνισσα λειτουργεί και σχολείο με 15 μαθητές.
Ο πληθυσμός όλων των χωριών και κωμοπόλεων του Παγγαίου (βορείου και νοτίου) ανερχόταν σε 27.490 κατοίκους, εκ των οποίων 16.600 Έλληνες, όλοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι «ουδόλως διαταραχθέντες υπό της λόχμης των ετεροδόξων, ουδέ ρίνα ετεροδόξου παραδεχόμενοι» και 10.890 Τούρκοι, όλοι μουσουλμάνοι Σουννίτες.

 Οι Έλληνες μιλούσαν την ελληνική «μετά τινών ιδιωματισμών» και οι Τούρκοι την τουρκική. 
Πολλοί Έλληνες όμως μιλούσαν και την τουρκική, ενώ το αντίθετο σπανίως συνέβαινε.
 Όλοι, Έλληνες και Τούρκοι, διαβιούσαν «εν ειρήνη και ομονοία προς αλλήλους» (ΓΟΥΣΙΟΥ Δ. ΑΣΤ. «Η κατά το Παγγαίον χώρα» σελ. 15 και 16).
Την εποχή αυτή η Κορμίστα διοικητικά υπάγεται στον «καζά» (υποδιοίκηση) της Ζίχνης, και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Δράμας.
 Έτσι το 1903 ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης ίδρυσε στην Κορμίστα (στο «μετόχι») πρακτική γεωπονική σχολή, όπου φοιτούσαν τα παιδιά του χωριού, αλλά και παιδιά άλλων χωριών, κυρίως ορφανά.
 Με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα η σχολή αυτή μετατράπηκε σε φυτώριο εκκολαπτομένων ανταρτών και κέντρο συγκέντρωσης οπλισμού. 
Αν και στα χωριά του Παγγαίου δεν υπήρχε σλαβόφωνος πληθυσμός, οι κομιτατζήδες επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην περιοχή για να αποσπάσουν από τους ελληνόφωνους κατοίκους, με τη μέθοδο της τρομοκρατίας, δηλώσεις προσχώρησης στη Βουλγαρική Εξαρχία.

 Όμως οι Παγγαιορείτες αντέδρασαν, καθοδηγούμενοι από τον Δεσπότη της Δράμας.
 Ο Δεσπότης Χρυσόστομος, που ήξερε πως τον παρακολουθούσαν οι Τουρκικές αρχές, αδιαφορούσε μπροστά στο εθνικό του καθήκον και συχνά περιόδευε στα χωριά του Παγγαίου, ως ποιμενάρχης, στην πραγματικότητα όμως για να μεριμνήσει ώστε να οργανωθούν ένοπλα σώματα κατά των Βουλγάρων.
 Σε όλα τα χωριά ξεσήκωσε τον πληθυσμό και συγκρότησε επιτροπές εράνων για να αγοραστεί οπλισμός και ιματισμός για τους αντάρτες.
Την επιτροπή της Κορμίστας την αποτελούσαν ο ίδιος, ως πρόεδρος, και οι Ιωάννης Ίτσιος και Αθανάσιος Τσελίκης, ως μέλη.
Μαρτυρείται ότι η επιτροπή αυτή, με την επιβλητική παρουσία του Δεσπότη, δρούσε ολοφάνερα και χωρίς αντίδραση από τον καλοκάγαθο και προφανώς εξαγορασμένο τοπάρχη Χατζη-Σεκέρ αγά.
Έστηνε το τραπέζι της στη θέση «τσέργες» όπου οι χωριανοί παρέδιδαν χρήματα και σοδειά για τον αγώνα.
Οι χωριανοί συμμετείχαν ολόψυχα στους εράνους της εππροπής και τα χρήματα που συγκεντρώνονταν (χρυσά «μετζήτια») χρησιμοποιούνταν από το Δεσπότη για την αγορά όπλων (κυρίως «Γκράδων» και «Χένρυ Μαρτίνι») και φυσιγγίων.

Τα αγορασμένα όπλα τα ξεφόρτωναν τη νύχτα λαθραία στις Ελευθερές, καΐκια από την παλιά Ελλάδα και αποθηκεύονταν στην Τσατάλτζα (Χωριστή), απ' όπου γινόταν η διανομή τους στα ανταρτικά σώματα.
 Στο Παγγαίο τα όπλα μεταφέρονταν με ζώα, κρυμμένα ανάμεσα σε βέργες («σαρίκια») καπνού. Στη δουλειά αυτή, που ήθελε τόλμη γιατί ο δρόμος ήταν γεμάτος τουρκικά «καρακόλια», διέπρεψε Κορμιστινός ο Ιωάννης (Γιουβάννης) Πατέλης, που μετέφερε τον παράνομο οπλισμό στη σχολή του «μετοχιού», απ' όπου γινόταν διανομή στους Μακεδονομάχους του Παγγαίου.
Έτσι εξοπλίστηκαν οι Παγγαιορείτες μαχητές που υπηρέτησαν στα σώματα των φημισμένων Καπεταναίων Δούκα Γκαϊτατζή, Μπουλασίκη από τις Σέρρες και Τσουβαλτζή από το Ροδολίβος, και οι οποίοι καθάρισαν το Παγγαίο και ολόκληρη τη Φυλλίδα από τους κομιτατζήδες.
Στο σώμα του καπετάν Δούκα υπηρέτησαν και οι Κορμιστινοί Ανδρέου Λεωνίδας, Γεράκης Ιωάννης, Ίτσιος Ιωάννης, Λαζάρου Λάζαρος, Μαυρίκας Ιωάννης, Πατέλης Ιωάννης, Σακόλης Δημητρός, Σταμπουλής Ευάγγελος, οι αδελφοί Αθανάσιος και Στέργιος Τσελίκης, καθώς και ο Θεόδωρος Θεοδώρου από την Ηλιοκώμη.
 Κατά την έναρξη του 1ου Βαλκανικού Πολέμου (Οκτώβριος του 1912) είχε αποβιβαστεί κρυφά στις Ελευθερές ο καπετάν Δούκας με 250 εθελοντές από την παλιά Ελλάδα και με 2.000 τουφέκια «Γκρα», που άρχισε να τα διανέμει στους χωρικούς για να κρατήσουν το Παγγαίο, σε περίπτωση βουλγαρικής καθόδου, όπως και έγινε.
Οταν ένα τμήμα της 10ης βουλγαρικής μεραρχίας του στρατηγού Τοντόρωφ έφτασε ασθμαίνοντας στο Παγγαίο, βρήκε τα περισσότερα χωριά (ιδίως τα νότια και τα βορειοδυτικά) να κατέχονται από τους αντάρτες του καπετάν Δούκα, που στη συνέχεια τα παρέδωσαν σε τμήματα του ελληνικού στρατού.
Έτσι τα ελληνικά φυλάκια εγκαταστάθηκαν μέχρι την Αγγίστα (λόχος Στεφανούρη).
Η γραμμή επαφής των «συμμαχικών» ελληνοβουλγαρικών στρατευμάτων άρχιζε από το Στρυμόνα και εκτεινόταν κατά μήκος των χωριών Κοτσάκι (Μυρήνη), Βολτσίστα (Δόμηρος) και Αγγίστα. Πολλοί θερμόαιμοι νεαροί των χωριών του Παγγαίου, επιθυμώντας να καταταγούν στον ελληνικό στρατό, παρουσιάστηκαν στον Διοικητή του 21ου Συντάγματος Πεζικού (της 7ης Μεραρχίας), Συνταγματάρχη Βούρλη, του έδρευε στην Προβίστα (Παλαιοκώμη).
Αυτός τους προώθησε, μαζί με εκατοντάδες άλλους Παγγαιορείτες εθελοντές, στη σκάλα του Σταυρού, απ' όπου μεταφέρθηκαν με πλοία στα έμπεδα της Αττικής.
 Οι νεαροί αυτοί εντάχθηκαν στη Στρατιά της Ηπείρου, που πολιορκούσε τότε το Μπιζάνι και πολέμησαν γενναία μαζί με τους παλιοελλαδίτες συναδέλφους τους.
 Πολλοί τραυματίσθηκαν και έπαθαν κρυοπαγήματα, ενώ αρκετοί έπεσαν στο πεδίο της τιμής. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται και δύο 19χρονοι Κορμιστινοί, Πασχάλης Παπαθεοδώρου και Γεώργιος Πατούνης, που σκοτώθηκαν πολεμώντας στο Μπιζάνι.
Κατά τα «γεγονότα του Παγγαίου» (9 Μαΐου 1913) εκδηλώθηκε στο Κοτσάκι και στη Βολτσίστα αιφνιδιαστική επίθεση του βουλγαρικού στρατού, που ανάγκασε τα ελληνικά τμήματα να συμπτυχθούν με απώλειες στην Παλαιοκώμη.
 Παρόμοια επίθεση εκδηλώθηκε και κατά του ελληνικού φυλακίου στο Παλαιοχώρι Καβάλας.
 Οι 200 στρατιώτες του λόχου Στεφανούρη αποκλείσθηκαν από τη ραγδαία βουλγαρική προέλαση έξω από την Αγγίστα και κατόρθωσαν να διαφύγουν προς το ελληνικό φυλάκιο των Ελευθερών με τη βοήθεια οδηγών από την Κορμίστα (Νικόλαος Αμπατζής και Γεώργιος Μουατζίρης ή Ματζίρης). Αμέσως μετά την απρόκλητη Βουλγαρική επίθεση κατά των Ελληνικών και Σερβικών δυνάμεων (17 Ιουνίου 1913) και την Ελληνική αντεπίθεση, οι υποχωρούντες Βούλγαροι προέβησαν σε ομαδικές σφαγές του Ελληνικού πληθυσμού στις περιοχές που εγκατέλειπαν (Σιδηρόκαστρο, Δοξάτο κ.λ.π.).
Το βράδυ της 28ης Ιουνίου οι άνδρες της βουλγαρικής φρουράς της Κορμίστας επιτέθηκαν και βίασαν δέκα μουσουλμάνες και χριστιανές.
 Σημειώθηκαν πολλές ληστείες, κυρίως τιμαλφών, ενώ τα πρωί της 30ης Ιουνίου εγκατέλειψαν το χωριό, το οποίο απελευθερώθηκε από διμοιρία του Συντάγματος Αρκαδικού της 7ης Μεραρχίας (του Ναπ. Σωτήλη). Μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913), με την οποία τα σύνορα της Ελλάδας έφτασαν μέχρι το Νέστο, η Κορμίστα επίσημα αποτέλεσε τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το 1914 ο πληθυσμός της Κορμίστας συμμετείχε με ενθουσιασμό στον έρανο για τον Εθνικό Στόλο, αγοράζοντας κουπόνια των 5 και των 10 δρχ., ενώ το Σεπτέμβριο του 1915, με την κήρυξη της επιστράτευσης (ως αντίμετρο της επιστράτευσης της Βουλγαρίας), επιστρατεύθηκαν όλοι οι νέοι του χωριού ως οπλίτες της VI Μεραρχίας Πεζικού, που τώρα έδρευε στις Σέρρες και ονομαζόταν Μεραρχία Σερρών.
 Όταν στις 26 Μαΐου 1916, ο τότε πρωθυπουργός Σκουλούδης παρέδωσε αμαχητί και «προσωρινά» το Ρούπελ στους Γερμανοβούλγαρους, άρχισε ο νέος Γολγοθάς της Ανατολικής Μακεδονίας που διήρκεσε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918.

Οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ως κυρίαρχοι και το πρώτο μέλημα τους ήταν η καταδίωξη όλων των μακεδονομάχων. 

Τότε συνέλαβαν τον Ιωάννη Πατέλη και τον πατέρα του από την Κορμίστα και τους εκτέλεσαν στη θέση «αλώνια».
Παράλληλα επιδόθηκαν και σε ένα όργιο κλοπής περιουσιών και πολιτιστικών θησαυρών,
με αποκορύφωμα την επιδρομή 
του κομιτατζή Πανίτσα 
στην Εικοσιφοίνισσα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα του 1917, όταν στις 27 Μαρτίου 1917, συνοδευόμενος από τον «πολιτισμένο» Αυστριακό αρχαιλόγο Βλαδίμηρο Σις, συνέλαβε και κακοποίησε τους μοναχούς, 
έκαψε όλα τα «εν χρήσει» βιβλία της Μονής και τα άμφια των μοναχών
και έκλεψε «διάφορα χειρόγραφα 
εκ μεμβράνης και παπύρου 
εκ του σκευοφυλακείου,
 Ιερά άμφια Βυζαντινής τέχνης, 
χρυσά και αργυρά αντικείμενα αμύθητου πλούτου
 και χρυσόβουλλα, 
 σιγίλλια και 
τίτλους (φερμάνια) ιδιοκτησίας και 
λοιπά αντικείμενα αρχαίας τέχνης». 

Τα κλοπιμαία τα φόρτωσε σε 18 μουλάρια και τα μετέφερε στη Δράμα και από εκεί στη Βουλγαρία.
 Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται 
μεταξωτά και
 χρυσοποίκιλτα άμφια 
 και επιγονάτια, 
 χρυσές μίτρες, 
μαργαριτοποίκιλτα ζεύγη εττιμανίκων, 
 χρυσά εγκόλπια, 
 χρυσοί, 
μαργαριταρένιοι και κοραλλένιοι σταυροί, 
 χρυσά και ασημένια σκεύη, 
χρυσοποίκιλτα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας, 
δυο εικόνες της Παναγίας,
 η μια μαργαριτοποίκιλτος διαστάσεων 31x26 cm διακοσμημένη με 35 πολύτιμους λίθους 
 και η άλλη ολόχρυση διαστάσεων 27x21 cm με χρονολογία 1788, 
άλλες πέντε εικόνες επίχρυσες με πολύτιμους λίθους,
 δυο επιτάφιοι εκ των οποίων ο νεώτερος χρονολογείται από το 1818. 

Κυρίως όμως έκλεψαν το
 «εκ μεμβράνης επίχρυσον Ευαγγέλιον μετ' εικόνων έσωθεν 
και έξωθεν Ιωάννου του Κατακουζηνού του έτους 1354, βάρους 9 οκάδων», 

καθώς και «Ευαγγέλιον αρχαίων χαρακτήρων παμπάλαιον» 

 (Κατάλογος Ιερών αμφίων και σκευών και Αγίων Λειψάνων των φυλαττομένων εν τω Σκευοφυλακείω της Ι. Μονής της Εικοσιφοινίσσης - ΓΛΑΒΙΝΑΣ ό.π. σελ. 85 -93).

Μετά την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, με τα άρθρα 125 και 126 της συνθήκης του Νειγύ η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να επιστρέψει όλα ανεξαιρέτως τα κλοπιμαία της Εικοσιφοίνισσας, όπως και τα κλοπιμαία από τις Ιερές Μονές Τιμίου Προδρόμου Σερρών, της Καλαμούς και της Αρχαγγελιωτίσσης Ξάνθης, που ανέρχονταν σε 430.
 Οι Βούλγαροι όμως απέδωσαν μόνο τα 259 απ' αυτά και κατακράτησαν τα υπόλοιπα, που «κατά σύμπτωση» ήταν και τα πολυτιμότερα.
Μεταξύ αυτών και το Ευαγγέλιο του Κατακουζηνού.
 Σήμερα τα κλοπιμαία παρουσιάζονται στο λεγόμενο «Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Μελετών Σόφιας - Ivan Douitsef» ως βουλγαρική πολιτιστική κληρονομιά (ΤΟΥΦΕΞΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ: «Εικοσιφοίνισσα Η Λαύρα της Μακεδονίας», Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ. 400 σελ. 116 -117).
Το πρώτο, παράνομο κατά το ισχύον διεθνές δίκαιο, μέτρο που επέβαλαν οι Βούλγαροι στον ελληνικό πληθυσμό ήταν η επιστράτευση του ενεργού ανδρικού πληθυσμού,
η κατάταξη του σε «τάγματα εργασίας» τα γνωστά στην περιοχή «ντουρντουβάκια» και η αποστολή του στη Βουλγαρία
(Η λέξη «ντουρντουβάκια» αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης «τρούντοβ βοϊνίκ», που σημαίνει στρατιώτης αγγαρείας -βλ. ΤΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: «Αντάρτες & Καπετάνιοι - Η Εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942 - 1944» σελ. 33 σημ. 4).
Τότε, μαζί με τα άλλα χωριά, άδειασε και η Κορμίστα, αφού όλοι οι νέοι άνδρες έγιναν «ντουρντουβάκια» και στάλθηκαν στα έλη της Δοβρουτσάς, όπου η καταναγκαστική εργασία, το υγρό κλίμα, ο συστηματικός υποσιτισμός (100 δράμια ψωμί ημερησίως κατ' άτομο), η βρωμιά που έφερε ψείρα και επιδημία εξανθηματικού τύφου και οι ελώδεις πυρετοί τους αποδεκάτισαν.
 Σχεδόν τα 2/3 των «ντουρντουβακιών» άφησαν τα κόκαλα τους εκεί, ενώ όσοι επέστρεψαν είχαν μόνιμα προβλήματα υγείας μέχρι το θάνατο τους.
 Όλος ο εναπομείνας πληθυσμός επιστρατεύτηκε για να στρώσει με χαλίκι το χωματόδρομο «Τσάγεζι - Κούροβο».
Παράλληλα οι βουλγαρικές αρχές επιδόθηκαν σε ολοσχερείς κατασχέσεις της παραγωγής δημητριακών με αποτέλεσμα την πρόκληση λοιμού στον πληθυσμό.
Τότε πέθαναν από ασιτία πολλοί, ηλικιωμένοι κυρίως, κάτοικοι της Κορμίστας, οι οποίοι αναγκάστηκαν να τρώνε χελώνες και «ψωμί» από σπόρο φουρκαλιάς, που τους προκαλούσε γαστρορραγίες.
Μετά την ήττα και τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας (17 Σεπτεμβρίου 1918) τα στρατεύματα της εγκατέλειψαν την Ανατολική Μακεδονία, η οποία απελευθερώθηκε από το Α' Σώμα Στρατού (1η, 2η και 13η Μεραρχίες Πεζικού).
Στο βορειοανατολικό Παγγαίο στρατοπέδευσε η «σιδηρά» 1η Μεραρχία Πεζικού (μέραρχος ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου), με το 1/38 ευζωνικό της σύνταγμα (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Σχινάς) στη θέση «Τούμπα» της Κορμίστας, το 4ο σύνταγμα πεζικού (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος) στη θέση «πόρτες» μεταξύ Κορμίστας και Νικήσιανης και το 5ο σύνταγμα πεζικού (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Διονύσιος Σταυριανόπουλος) στο Παλαιοχώρι.
Τα τρία αυτά συντάγματα, οι απώλειες των οποίων αναπληρώθηκαν με κληρωτούς Παγγαιορείτες, ξεκίνησαν στίς 27 Απριλίου 1919 πεζή για το λιμάνι των Ελευθερών, όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία και στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού του ελληνικού πληθυσμού.
Από την Κορμίστα εξακριβωμένο είναι ότι τότε κατατάχθηκαν και πολέμησαν στο Μικρασιατικό μέτωπο, πλην των άλλων, και οι: Αυγέρης Γεώργιος (εύζωνος του 1/38 Συντάγματος), Βλάχος Σωτήριος, Δημητριάδης Ξενοφών, Θεοδοσίου Παναγιώτης, Θεοχαρίδης Βασίλειος, Κεχαγιάς Ευάγγελος, Καμηλάρης Γεώργιος, Κόκκας Βασίλειος, Λούπας Μάρκος, Μπαντής Γεώργιος, Ντουμπουρδούκης Φίλιππος και Σεϊζης Παντελής.
Αργότερα (το 1922) κλήθηκαν οι 19χρονοι και 18χρονοι των κλάσεων 1923 και 1924.
 Εξ αυτών εξακριβωμένο είναι ότι πολέμησε στην Μικρασία ο Νικόλαος Παράσχου. Την περίοδο αυτή η Κορμίστα ήδη είχε αναγνωριστεί ως έδρα Κοινότητας (Β.Δ. της 28ης-12-1919, ΦΕΚ Α' 2/1920), αποτελούμενη από τους συνοικισμούς Κορμίστας και Τσερέπλιανης (που δεν είχε αναγνωριστεί ακόμη ως Κοινότητα) και από τη Μονή της Εικοσιφοίνισσας, σύμφωνα δε με την απογραφή του 1920 ο συνολικός πληθυσμός της ανερχόταν σε 1.366 κατοίκους, εκ των οποίων 899 κατοικούσαν στην Κορμίστα, 418 στην Τσερέπλιανη και 49 στην Εικοσιφοίνισσα.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Κορμίστα προσφυγικός πληθυσμός (περίπου 30 οικογένειες τουρκόφωνων μικρασιατών από τη Βιθυνία και άλλες τόσες οικογένειες ελληνοφώνων προσφύγων από τη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης).
Το 1927 στην Κοινότητα της Κορμίστας προσαρτήθηκε και ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Μπάφρας (Δ. 3-1-1927, ΦΕΚ Α' 4/1927), ενώ το 1928 ο συνοικισμός της Τσερέπλιανης αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Κορμίστας και αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής Κοινότητα, με το παλιό της όνομα (Δ. 12-3-1928, ΦΕΚ Α' 60/1928), το δε 1934 μετονομάστηκε σε Ηλιοκώμη (Δ. 11-8-1934, ΦΕΚ Α' 294/1934).
Η εν λόγω εγκατάσταση των προσφύγων προκάλεσε εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού της Κορμίστας, ο οποίος κατά την απογραφή του 1928 ανήλθε στους 1.423 κατοίκους.
 Κατά την ίδια απογραφή ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Μπάφρας είχε 407 κατοίκους και η Εικοσιφοίνισσα είχε 57 κατοίκους.
Το 1932 ο συνοικισμός της Νέας Μπάφρας αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Κορμίστας και αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής Κοινότητα (Δ. 14-5-1932, ΦΕΚ Α’ 170/1932). Κατά την απογραφή του 1940 η Κοινότητα της Κορμίστας είχε συνολικό πληθυσμό 1.889 κατοίκων, εκ των οποίων οι 1.864 κατοικούσαν στην Κορμίστα και ασχολούνταν κυρίως με την καπνοπαραγωγή, και οι 25 κατοικούσαν στην Εικοσιφοίνισσα (κυρίως μοναχοί και ποιμένες των μεγάλων τότε ποιμνίων της Μονής).
Μικρός αριθμός των κατοίκων της Κορμίστας εργαζόταν στα λιγνιτωρυχεία που βρισκόταν (τώρα είναι εγκαταλειμμένα) σε μια χαράδρα μεταξύ Κορμίστας και Ηλιοκώμης, εκμετάλλευσης αδελφών Παπαβασιλείου. Στην Κοινότητα έδρευε Σταθμός Χωροφυλακής με περιοχή ευθύνης του την Κορμίστα, την Ηλιοκώμη, τα Λιγνιτωρυχεία και την Μονή Εικοσιφοίνισσας.
 Από την Κορμίστα διερχόταν η τηλεφωνική και τηλεγραφική γραμμή (των τριών «Τ») Σερρών - Καβάλας - Δράμας και το χωριό διέθετε δύο τηλεφωνικές συσκευές, μια στον Σταθμό Χωροφυλακής και μια στο Κοινοτικό Γραφείο.
 Αντίστοιχη συσκευή διέθεταν και τα λιγνιτωρυχεία.
Τέλος, στα λιγνιτωρυχεία και στο μύλο του χωριού, ιδιοκτησίας Αθανασίου Αμπατζή, υπήρχαν ηλεκτρικές γεννήτριες, που παρείχαν ηλεκτρικό ρεύμα με πληρωμή σε κοινοτικούς στύλους ηλεκτροφωτισμού, αλλά και σε όσα νοικοκυριά του χωριού είχαν την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η πλειοψηφία των επιστρατευμένων εφέδρων της Κορμίστας κατατάχθηκε στο 19° και στο 21° Συντάγματα Πεζικού (της Μεραρχίας Σερρών), τα οποία πολέμησαν με αυταπάρνηση στο Αλβανικό Μέτωπο.
Λίγοι (ιδίως παλαιοτέρων κλάσεων) επάνδρωσαν μαζί με άλλους Σερραίους, Δραμινούς και Καβαλιώτες εφέδρους, τα οχυρά της «γραμμής Μεταξά».
Κατά την «εαρινή επίθεση» του Μουσολίνι στο Αλβανικό Μέτωπο τα Σερραϊκά Συντάγματα, που αντικατέστησαν το αποδεκατισμένο 50° Σ.Π. (Θεσσαλονίκης), κράτησαν το ύψωμα 731 και τα γύρω απ' αυτό υψώματα.
Εκεί σκοτώθηκαν δυο έφεδροι Κορμιστινοί, οι Κατσίλης Παναγιώτης και Νικησιανιώτης Παναγιώτης. Στις 6 Απριλίου 1941, κατά το βομβαρδισμό του Πειραιά από τα γερμανικά JU-87 («Stukas») βυθίστηκε το πλοίο στο οποίο υπηρετούσε ο Κορμιστινός ναύτης Κικίρης Αλέξανδρος, που πνίγηκε.
Κατά τη βουλγαρική κατοχή και μετά την εκδήλωση του, λεγομένου «κινήματος της Δράμας», η Κορμίστα χαρακτηρίσθηκε ως «χωριό επαναστατικό», γιατί βρέθηκε στο δρόμο των ανταρτών, που προσπαθούσαν να καταφύγουν στην Εικοσιφοίνισσα, καταδιωκόμενοι από τα βουλγαρικά στρατεύματα. 
'Ετσι, το πρωί της 1ης Οκτωβρίου 1941, βουλγαρικό απόσπασμα προερχόμενο από τη Δράμα, αφού συγκέντρωσε με δόλο όσους κατοίκους του χωριού μπόρεσε, διαχώρισε τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα και, κρατώντας τα τελευταία σε κατάσταση ομηρίας (για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των ανδρών), οδήγησε 125 περίπου άνδρες στο υπόγειο του Κοινοτικού Καταστήματος, όπου επιχείρησε με πολυβολισμούς και χειροβομβίδες να τους εκτελέσει.
 Οι άνδρες αντιστάθηκαν, έριξαν μια από τις χειροβομβίδες που τους πέταξαν στο ένα πολυβόλο και στη σύγχυση που προκλήθηκε μερικοί κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Δυστυχώς αυτοί ήταν λίγοι, γιατί οι Βούλγαροι συνήλθαν από τον αρχικό αιφνιδιασμό και τελείωσαν το έργο τουςδολοφονώντας 91 άτομα από ηλικίας 16 έως 70 ετών.
 Ο μέσος όρος ηλικίας των εκτελεσθέντων είναι 36 ετών.
Τις επόμενες δυο ημέρες, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έκανε στο Παγγαίο δύναμη δυο ταγμάτων και μιας πυροβολαρχίας υπό τον Αντισυνταγματάρχη της φρουράς Δράμας, Ηλία Μπεκιάρωφ, εκτελέσθηκαν στο Παγγαίο άλλοι δυο κάτοικοι της Κορμίστας. Κατά τους επόμενους μήνες βρήκαν το θάνατο άλλοι τέσσερες κάτοικοι της Κορμίστας, που είχαν συμμετοχή στο «κίνημα της Δράμας».
Το 1944 οι Βούλγαροι έκαψαν την εκκλησία του χωριού και εκτέλεσαν άλλους τρεις κατοίκους.
Μετά τον πόλεμο η Κορμίστα (όπως άλλωστε όλη η Ελλάδα) μπήκε στη δίνη του εμφυλίου με θύματα και από τις δυο πλευρές, ενώ μετά τη λήξη του εμφυλίου λίγοι κάτοικοι του χωριού διέφυγαν στις Ανατολικές χώρες, απ' όπου ελάχιστοι επέστρεψαν.
Παρακολουθώντας τις απογραφές από το 1950 και εφεξής παρατηρεί κανείς τη φθίνουσα πορεία του πληθυσμού του χωριού, λόγω της μετανάστευσης (κυρίας εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής), που ήταν συνέπεια της αντίστοιχης φθίνουσας πορείας της τιμής του καπνού, η οποία προπολεμικά ήταν υψηλή και κράτησε τον πληθυσμό στο χωριό.
Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι από 300 και άνω «δηλώσεις» καπνοκαλλιέργειας κατά το 1950, σήμερα υπάρχουν περί τις 20. Έτσι, κατά την απογραφή του 1951 η Κορμίστα είχε 1.606 κατοίκους (η Εικοσιφοίνισσα είχε 12 κατοίκους).
Η μείωση σε σχέση με την απογραφή του 1940 ανέρχεται σε ποσοστό 13,84%, που μπορεί όμως ν' αποδοθεί στην εμπόλεμη δεκαετία του 1940 και στις απώλειες συνεπεία εκτελέσεων, νεκρών του εμφυλίου και πολιτικών προσφύγων.
Κατά την απογραφή του 1961 οι κάτοικοί της μειώθηκαν σε 1.489 (η Εικοσιφοίνισσα είχε 16 κατοίκους), κατά την απογραφή του 1971 σε 1.077 κατοίκους
(συνολικά Κορμίστας & Εικοσιφοίνισσας), κατά την απογραφή του 1981 σε 1.031 κατοίκους (συνολικά Κορμίστας & Εικοσιφοίνισσας), κατά την απογραφή του 1991 σε 790 κατοίκους (συνολικά Κορμίστας & Εικοσιφοίνισσας) και κατά την απογραφή του 2001 σε 945 κατοίκους (η Εικοσιφοίνισσα είχε 50 κατοίκους).
 Σήμερα η Κορμίστα αποτελεί Καποδιστριακό Δήμο («ΔΗΜΟΣ ΚΟΡΜΙΣΤΑΣ»). με έδρα τη Ν. Μπάφρα και πληθυσμό:
Δ.Δ. ΚΟΡΜΙΣΤΑΣ: 790 κάτοικοι,
Δ.Δ. ΗΛΙΟΚΩΜΗΣ: 586 κάτοικοι,
 Δ.Δ. ΝΕΑΣ ΜΠΑΦΡΑΣ: 997 κάτοικοι,
Δ.Δ. ΣΥΜΒΟΛΗΣ: 419 κάτοικοι,
Δ.Δ. ΑΝΩ ΣΥΜΒΟΛΗΣ: 38 κάτοικοι
και Δ.Δ. ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ: 50 κάτοικοι. -

 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ: 3.035 κάτοικοι.


ΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ (ΕΡΚΕΚΟΓΛΟΥ) ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 2013

Είμαστε λίγοι,

 αλλά κάνουμε μεγάλα πράγματα...


Αύγουστος 2013, η χώρα διανύει τον 5ο χρόνο κρίσης, ο κόσμος έχει περιορίσει τα έξοδα στο ελάχιστο, όλοι έχουν κλειστεί στον εαυτό τους και προσπαθούν να επιβιώσουν. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της απογοήτευσης και της απαισιοδοξίας, ο σύλλογος αποφάσισε να διοργανώσει κάτι μεγάλο, κάτι που θα έβγαζε το κόσμο από το απαισιόδοξο κλίμα, μια κίνηση που θα έδειχνε ότι ακόμη και σε τόσο δύσκολες περιόδους  αξίζει να προσπαθήσουμε ομαδικά για κάτι μεγαλύτερο.
Η ιδέα έπεσε με το που έκλεισαν οι εκδηλώσεις το 2012. Να προσπαθήσουμε να οργανώσουμε μια συναυλία με 'δυνατά' ονόματα, και να την οργανώσουμε στο προαύλιο χώρο του σχολείου. Ο Παύλος και ο Χάρης είχαν κάποιες επαφές τις οποίες θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος του συλλόγου. Τα παιδιά αυτά είναι από τους ανθρώπους εκείνους, που όπως αναφέρουμε στον υπότιτλο του Blog, 'άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους στη Σκοπιά Σερρών'.
Κάπου στις αρχές της χρονιάς μάθαμε ότι έχουν κλείσει Νικολόπουλο, Μπάση, Ζωή Παπαδοπούλου... Δεν το πιστέψαμε, έμοιαζε ευσεβής πόθος, όνειρο απατηλό. Κι όμως ...
Ο Μαέστρος
Από τις πρόβες

 Όσο πλησίαζε η καταληκτική ημερομηνία, γνωρίζαμε ότι η εκδήλωση θα γίνει γύρω στο δεκαπενταύγουστο, διαμορφωνόταν το τελικό σκηνικό.  Ο προαύλιος χώρος του σχολείου καλλωπίστηκε , ολοκληρώθηκαν τα πέτρινα τοιχία, φυτεύτηκαν νέα δένδρα και λουλούδια, η κουζίνα του σχολείου εξοπλίστηκε με νέες μεγαλύτερες συσκευές. Από το Σαββατοκύριακο πριν τη συναυλία  άρχισε να καταφθάνει ο εξοπλισμός, πρώτα η σκηνή, μετά το σύστημα ήχου και οι καρέκλες. Εκεί κλήθηκε όλη η ομάδα του πολιτιστικού συλλόγου να συμμετάσχει ενεργά. Έπρεπε να γεμίσουν τα ψυγεία με ποτά, να  τοποθετηθούν 1350 καρέκλες όμορφα σε όλη την έκταση του προαυλίου και γενικώς ο χώρος να δείχνει πολιτισμένος.
Την Δευτέρα το μεσημέρι όλα ήταν έτοιμα μας έλειπαν μόνο οι καλλιτέχνες , οι οποίοι άρχισαν να καταφθάνουν γύρω στις 18:00. Αφού τελείωσαν τις πρόβες και  μια βόλτα στο χωριό η συναυλία ξεκίνησε.
Τι έγινε στη συνέχεια? Οι φωτογραφίες τα λένε όλα.....

Την επόμενη μέρα, ο Χάρης ανηφορίζοντας προς το Καφενείο για τον πρωινό αγώνα τάβλι, μονολογούσε  'είμαστε λίγοι, αλλά κάνουμε μεγάλα πράγματα'...

Ένα απο τα πόστα για εισητήρια



Θα πετύχει άραγε η βραδυά ?




































Σύνδεσμοι σχετικοί με την Συναυλία
http://www.musiccorner.gr/?p=77590
http://www.tranzistoraki.com/2013/06/23/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%83-%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%B7%CF%83/